Αιμοχρωμάτωση

Αιμοχρωμάτωση

Η Αιμοχρωμάτωση είναι μία κληρονομική νόσος που χαρακτηρίζεται από αύξηση των επιπέδων του σιδήρου στον οργανισμό και αυξημένη εναπόθεσή του στα παρεγχυματικά όργανα (ήπαρ, πάγκρεας, καρδιά, υπόφυση, όρχεις). Είναι η πιο συχνή αυτοσωματική υπολειπόμενη γενετική διαταραχή και η πιο συχνή κληρονομική ηπατοπάθεια στη λευκή φυλή με συχνότητα ομοζυγωτών στην Ευρώπη 1:300 άτομα. Η υπερφόρτωση με σίδηρο προκαλεί καταστροφή και ίνωση των αναφερθέντων οργάνων, με εκδηλώσεις όπως, κίρρωση και μυοκαρδιοπάθεια.

Αίτια
Η κληρονομική αιμοχρωμάτωση χαρακτηρίζεται από παθολογική αύξηση της απορρόφησης του σιδήρου οδηγώντας σε προοδευτική υπερφόρτωση του οργανισμού με σίδηρο. Φυσιολογικά, ο οργανισμός κρατάει σταθερά τα επίπεδα του σιδήρου, διατηρώντας μια ισορροπία στην απορρόφησή του από το έντερο και τις απώλειες από το έντερο και το δέρμα.

Στην κληρονομική αιμοχρωμάτωση παρατηρείται διαταραχή σε αυτή την ισορροπία λόγω αυξημένης απορρόφησης σιδήρου από το δωδεκαδάκτυλο. Έτσι σίδηρος συνεχίζει να απορροφάται παρά τη διαρκή του συσσώρευση στον οργανισμό. Το υπεύθυνο γονίδιο για τη νόσο, έχει ονομαστεί HFE και εδράζεται στο χρωμόσωμα 6. Η παθολογική πρωτεΐνη που κωδικοποιείται από το συγκεκριμένο γονίδιο συνδέεται με την τρανσφερρίνη και αυξάνει τη συγγένειά της με το σίδηρο.

Αποτέλεσμα είναι η αύξηση της εισόδου του σιδήρου στα εντερικά επιθηλιακά κύτταρα. Σημαντικό ρόλο φαίνεται να παίζει και μία πεπτιδική ορμόνη η οποία φυσιολογικά περιορίζει την εντερική απορρόφηση του σιδήρου και της οποίας τα επίπεδα στην αιμοχρωμάτωση είναι χαμηλά. Η αυξημένη εναπόθεση σιδήρου στα κύτταρα των παρεγχυματικών οργάνων προκαλεί τον ταχύ σχηματισμό ελευθέρων ριζών, οι οποίες δρουν βλαπτικά οδηγώντας σε χρόνια φλεγμονή και ίνωση.

Επιπτώσεις
Η μέση ηλικία εμφάνισης των επιπτώσεων της αιμοχρωμάτωσης είναι τα 40 έως 50 έτη – στις γυναίκες μία δεκαετία αργότερα. Οι πρώιμες εκδηλώσεις της νόσου είναι μη ειδικές και περιλαμβάνουν εύκολη κόπωση, αρθραλγίες και ανικανότητα στους άντρες. Στην πορεία της νόσου εκδηλώνονται επιπτώσεις από τη βλάβη των παρεγχυματικών οργάνων όπως:

– Ηπατοπάθεια. Αρχικά εκδηλώνεται με ήπιο επηρεασμό της ηπατικής λειτουργίας με ελαφρά μόνο αύξηση των ηπατικών ενζύμων.

– Κίρρωση του ήπατος. Αναπτύσσεται προοδευτικά, οδηγώντας σε σοβαρή έκπτωση της λειτουργίας του ήπατος και στην εμφάνιση πυλαίας υπέρτασης.

– Ηπατοκυτταρικός καρκίνος αναπτύσσεται αρκετές φορές συχνότερα στους ασθενείς με αιμοχρωμάτωση εν σχέσει με τον γενικό πληθυσμό.

– Σακχαρώδης διαβήτης. Οφείλεται σε εναπόθεση σιδήρου στα β- κύτταρα του παγκρέατος.

– Υπέρχρωση του δέρματος. Το δέρμα αποκτά μία καστανόφαιη απόχρωση, οφειλομένη στο συνδυασμό της μελανίνης με την εναπόθεση σιδήρου.

– Αρθροπάθεια. Η συγκέντρωση σιδήρου στις αρθρώσεις, οδηγεί σε χρόνια φλεγμονή των αρθρώσεων των άκρων χειρών, των δακτύλων, των γονάτων κ.α.

– Υπογοναδισμός. Εκδηλώνεται πιο συχνά στους άντρες με ελάττωση της στυτικής ικανότητας και της γενετήσιας επιθυμίας.

– Μυοκαρδιοπάθεια. Αφορά στην εμφάνιση διατατικής μυοκαρδιοπάθειας με μεγαλοκαρδία (αύξηση των καρδιακών διαστάσεων), συστολική δυσλειτουργία και διαταραχές της αγωγιμότητας (αρρυθμίες).

Πρόληψη
Η αιμοχρωμάτωση είναι κληρονομική πάθηση, με συνέπεια να μην είναι δυνατή η πρωτογενής πρόληψη αλλά μόνο η δευτερογενής. Αυτή πραγματοποιείται με την εφαρμογή μεθόδων διαλογής(screening tests) στους συγγενείς των ασθενών. Συγκεκριμένα, στους συγγενείς πρώτου βαθμού ασθενών με αιμοχρωμάτωση εξετάζονται από την παιδική ηλικία:

– Ο κορεσμός της τρανσφερίνης. Τιμές άνω των 45% θεωρούνται παθολογικές.

– Η φερριτίνη ορού. Ενδεικτικές τιμές αιμοχρωμάτωσης άνω των 300mcg/l.

– Τα ηπατικά ένζυμα.

Επί ενδείξεων της νόσου είναι δυνατή και η ανίχνευση της υπεύθυνης μετάλλαξης CY282Y με τη χρήση του μοριακού ελέγχου.

Θεραπεία
Στόχος της θεραπείας είναι η ελάττωση επιπέδων σιδήρου στον οργανισμό μέσω του περιορισμού της πρόσληψής του και αύξησης της απομάκρυνσής του. Τα θεραπευτικά μέτρα που λαμβάνονται αφορούν στα ακόλουθα:

Διαιτητικοί περιορισμοί. Αποφυγή βρώσης κόκκινου κρέατος και λήψης συμπληρωμάτων διατροφής που περιέχουν σίδηρο. Δραστικός περιορισμός της κατανάλωσης οινοπνεύματος.

Θεραπευτικές αφαιμάξεις. Αρχικά διενεργούνται φλεβοτομίες σε εβδομαδιαία βάση αφαιρώντας περί τα 500ml αίματος (αντιστοιχούν σε 200-250mg σιδήρου). Οι εβδομαδιαίες αφαιμάξεις οδηγούν σε απομάκρυνση της περίσσειας σιδήρου και συνεχίζονται έως ότου ο κορεσμός της τρανσφερρίνης πέσει κάτω του 50% και η φερριτίνη ορού σε επίπεδα κάτω των 50mcg/l. Έπειτα οι αφαιμάξεις περιορίζονται σε μία κάθε δύο με τρεις μήνες.

Χορήγηση δεφεροξαμίνης. Εφαρμόζεται κυρίως στους ασθενείς που δεν ανέχονται τις αφαιμάξεις καθώς και στη δευτεροπαθή υπερφόρτωση με σίδηρο (μεσογειακή αναιμία, συχνές μεταγγίσεις).